ἐπείργασται

ἐπείργασται
ἐπεργάζομαι
cultivate besides
perf ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • επεργάζομαι — ἐπεργάζομαι (Α) 1. καλλιεργώ παράνομα γη που δεν μού ανήκει («ὅς δ ἄν ἐπεργάζηται τὰ τοῡ γείτονος ὑπερβαίνων τοὺς ὅρους», Πλάτ.) 2. καλλιεργώ, οργώνω 3. ισοπεδώνω τις επιφάνειες πέτρας για τοιχοδομία 4. συζητώ, πραγματεύομαι 5. παθ. είμαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”